συμπληθύνειν

συμπληθύνειν
συμπληθύ̱νειν , συμπληθύνω
help to increase
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμπληθύνω — Α 1. συντελώ στην αύξηση τής ποσότητας ενός πράγματος 2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο τού πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.) 3. παθ. συμπληθύνομαι (για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”